- σοβράνος
- -α, -ο, ουδ. και σοφράν Ν1. αυτός που παρουσιάζει μέτωπο προς άνεμο προσήνεμος2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) σοβράνοπρος τη μεριά τού ανέμου, σε αντιδιαστολή με το σταβέντο3. φρ. α) «παίρνω τα σοβράνα» — πηγαίνω προς τη μεριά που πνέει ο άνεμοςβ) «από σοβράνο μεριά» — από την πλευρά τού πλοίου που προσβάλλεται από τον άνεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sovrano].
Dictionary of Greek. 2013.